- υπερκατασκευή
- η, Ν1. ναυτ. κάθε κλειστή κατασκευή πάνω από το ανώτατο κατάστρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου2. κάθε κατασκεύασμα που γίνεται πάνω από τον τελευταίο όροφο ή το τελευταίο επίπεδο ενός έργου («υπερκατασκευή γέφυρας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + κατασκευή].
Dictionary of Greek. 2013.