υπερκατασκευή

υπερκατασκευή
η, Ν
1. ναυτ. κάθε κλειστή κατασκευή πάνω από το ανώτατο κατάστρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου
2. κάθε κατασκεύασμα που γίνεται πάνω από τον τελευταίο όροφο ή το τελευταίο επίπεδο ενός έργου («υπερκατασκευή γέφυρας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + κατασκευή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • πυργωτός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.) του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χρυσόπετρας. * * * ή, ό / πυργωτός, ή, όν, ΝΑ [πυργῶ] αυτός που έχει σχήμα πύργου, που μοιάζει με πύργο, πυργοειδής (α. «ἐμπετάσματα πυργωτά» παραπετάσματα που… …   Dictionary of Greek

  • υπερδομή — η, Ν 1. βιολ. κυτταρική δομή που μπορεί να παρατηρηθεί μόνο με το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, αλλ. λεπτή δομή 2. τεχνολ. α) ανωδομή, υπερκατασκευή, δομή πάνω σε κατασκευασμένη εκ τών προτέρων βάση β) το επάνω μέρος μιας κατασκευής 3. (κοινων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”